ἀληθευτικός

ἀληθευτικός
ἀληθευτικός
truthful
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αληθευτικός — ἀληθευτικός, ή, ὸν (AM) [ἀληθευτής] 1. αυτός που δεν κρύβει την αλήθεια, φιλαλήθης, ειλικρινής 2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) τὸ ἀληθευτικόν η φιλαλήθεια …   Dictionary of Greek

  • ἀληθευτικῶν — ἀληθευτικός truthful fem gen pl ἀληθευτικός truthful masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀληθευτικόν — ἀληθευτικός truthful masc acc sg ἀληθευτικός truthful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀληθευτικαῖς — ἀληθευτικός truthful fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀληθευτικαί — ἀληθευτικός truthful fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀληθευτικοῦ — ἀληθευτικός truthful masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀληθευτικῆς — ἀληθευτικός truthful fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀληθευτική — ἀληθευτικός truthful fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀληθευτικήν — ἀληθευτικός truthful fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀληθευτικῶς — ἀληθευτικός truthful adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”